- φθοριογερμανικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «φθοριογερμανικό οξύ»χημ. άλας τού φθοριογερμανικού οξέοςβ) «φθοριογερμανικό άλας»χημ. οξύ που λαμβάνεται με εξάτμιση τού υγρού το οποίο προκύπτει από την απορρόφηση τού νερού από τους ατμούς τού φθοριούχου γερμανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (acide) fluorogermanique].
Dictionary of Greek. 2013.